- κατασκορπιζω
- κατασκορπίζωκατα-σκορπίζωрассеивать, разбрасывать
(ἥ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατασκορπίζω — και κατασκορπώ, άω (AM κατασκορπίζω) σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω νεοελλ. κατασπαταλώ, εξανεμίζω … Dictionary of Greek
κατασκορπιζομένη — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκορπιζομένης — κατασκορπίζω scatter abroad pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκορπιῶ — κατασκορπίζω scatter abroad fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόρπισμα — το [κατασκορπίζω] 1. σκόρπισμα πραγμάτων εδώ κι εκεί 2. κατασπατάληση, ξόδεμα χωρίς περίσκεψη … Dictionary of Greek
κατασπαταλώ — και κατασπαταλάω κατασπατάλησα, κατασπαταλήθηκα, κατασπαταλημένος, σπαταλώ αλόγιστα, καταδαπανώ, κατασκορπίζω: Κατασπατάλησε όλη την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)